-
1 λύσις
A loosing, releasing, ransoming,νεκροῖο Il.24.655
;σώματος Lys.4.13
;ἡ λ. τῆς αἰσθήσεως ἐγρήγορσις Arist.Somn.Vig. 454b27
: c. gen. objecti, θανάτου λ. deliverance from death, Od.9.421, Thgn.1010;λ. ἔριδος Hes.Th. 637
; ;πενίης Thgn.180
;λύσιν αἰτησόμενοι τῶν παρεόντων κακῶν Hdt. 6.139
;πενθέων Pi.N.10.76
;μόχθων τῶν ἐφεστώτων S.Tr. 1171
;τῶν δειμάτων Th.2.102
;τῶν δεσμῶν Pl.R. 515c
; ἀπὸ τῶν δεσμῶν ib. 532b;ἐκ χαλεπῶν Thgn.1385
;βλασφημίας D.Ep.3.39
; (iv/v A. D.).2 abs., οὐ γὰρ λ. ἄλλη στρατῷ πρὸς οἶκον no other means of letting the host loose from port for home, S.El. 573.3 deliverance from guilt by expiatory rites, ὅπως λ. τιν' ἡμὶν εὐαγῆ πόρῃς may'st grant us a deliverance such as may purify us, Id.OT 921; οὐδ' ἔχει λύσιν [τὰ πήματα] admit not of atonement, Id.Ant. 598 (lyr.); ; τῇ [τῆς φιλοσοφίας] λύσει καὶ καθαρμῷ by her offer to release them, Id.Phd. 82d; αἱ νομιζόμεναι λ., in cases of homicide, Arist.Pol. 1262a32; λ. ἁμαρτημάτων blotting out of sins, Ph.2.151.4 redemption of mortgage or pledge, [χωρίον] πεπραμένον ἐπὶ λύσει IG2.1103
, al., cf. 12(7).55.14 ([place name] Amorgos), 12(8).18 ([place name] Lemnos).b release, discharge from a financial obligation, (i B. C.), etc.II loosing, parting,λ. καὶ χωρισμὸς ψυχῆς ἀπὸ σώματος Pl.Phd. 67d
; simply,ἡ τοῦ σώματος λ. Id.Ax. 371a
; dissolution, ;νόμων ἢ πολιτείας Arist.Pol. 1268b30
;βίου λύσιν ἔσχε IG14.140
([place name] Syracuse);λ. κομήτου Phlp.in Mete.86.25
; τῶν σφραγίδων αἱ λ. breaking them, Luc.Alex. 20.2 emptying, evacuation, πείνη μέν που λ. καὶ λύπη; Pl.Phlb. 31e; ἡ λ. τῶν κοιλιῶν, κοιλίας, Arist.Pr. 947b29, Dsc.1.64 (v.l.); emission of semen, Alex.Aphr.Pr.1.125 (pl.).3 λ. πυρετοῦ remission of fever, Gal.11.28; λ., opp. κρίσις, Id.9.732; cure, Anon.Lond.3.20; τὰ πάθη defined as συστολαὶ καὶ λύσεις (v.l. χύσεις) τῆς ψυχῆς, opp. κρίσεις, Zeno Stoic.3.113 = 1.51.4 as a technical term,a solution of a difficulty, ἡ λ. τῆς ἀπορίας its solution, Arist.EN 1146b7, al.; ἔχει τινὰ λ. πρὸς ταύτην τὴν ἀπορίαν, ὅτι .. Id.de An. 422b28;οὐ συμβαίνει ἡ λ. Id.EN 1153b5
;ὅταν τὸ θάμβος.. μὴ δύνηται τὴν λ. λαμβάνειν Epicur.Ep.1p.29U.
;εὑρεῖν λ. τοῦ προβλήματος Plb.30.19.5
;λ. εὑρέσθαι Phld.Rh.1.267
S.; also, interpretation,σημείων τεράτων τε λύσεις Orph.A.37
.d softening of a strong expression, Longin.38.5.g in metric, resolution of ¯ into [pron. full] ?λύσιςX?λύσιςX, Heph.6. -
2 ὑπόθεσις
A proposal, proposed action,τὴν ἐν φίλοις δικαιοτάτην ὑ. ἔχω ὑποτιθέναι X.Cyr.5.5.13
;ἵνα σὺ τὰ σαυτοῦ κατὰ τὴν ὑ. ὅπως ἂν βούλῃ περαίνῃς Pl.Grg. 454c
; intention, policy,πολλὰ πρᾶξαι πρὸς τὴν ὑ. τῆς πατρίδος ὡς συχνῆς ἀδικίας δεομένην Thphr.Fr. 136
;διὰ τὴν ὑ. τῆς πολιτείας.. ἠναγκάζετο χρῆσθαι τοῖς ὑπουργοῦσι Plu.Caes.51
; πρὸς ὑ. τινα ἀγαθῶν ἀνδρῶν men good for a particular policy, Arist.Pol. 1293b4; ὑ. τῆς δημοκρατικῆς πολιτείας ἐλευθερία ib. 1317a40; ἡμῖν ἡ τῶν νόμων ὑ. ἐνταῦθα ἔβλεπεν, ὅπως .. Pl.Lg. 743c;περὶ τῶν αὐτῶν οὐχ ὁμοίως ἅπασι βουλευτέον, ἀλλ' ὡς ἂν ἐξ ἀρχῆς ἕκαστοι τοῦ βίου ποιήσωνται τὴν ὑ. Isoc.6.90
;τοῖς φαύλοις ἐνδέχεται τὰ τυχόντα πράττειν· εὐθὺς γὰρ τοῦ βίου τοιαύτην πεποίηνται τὴν ὑ. Id.1.48
;ἀνάγκη τοῖς περὶ ὅλων τῶν πραγμάτων καλὰς τὰς ὑ. πεποιημένοις καὶ τὰ μέρη τὸν αὐτὸν τρόπον ἔχειν ἐκείνοις Id.7.28
;πρὸς ταύτην τὴν ὑ. ἀποβλέποντες ἄμεινον βουλευσόμεθα καὶ περὶ τῶν ἄλλων Id.8.18
;ἐξέστητε τῆς ὑ. ἐφ' ἧς ὑμᾶς οἱ πρόγονοι κατέλιπον D.10.46
; οἱ τῆς αὐτῆς ὑ. προεστῶτες those who advocated the same policy, Plb.30.32.12;ἅπαντας ἀπονεύσειν ἐπ' ἐκείνην τὴν ὑ. Id.24.9.7
; Ἀχαϊκωτέραν εἶναι.. ταύτην τὴν ὑ. καὶ νικητικωτέραν ἐν τοῖς πολλοῖς ib.4;τὸ τῆς ἰδίας ὑ. λαμπρόν Id.21.23.1
;τὸ τῶν σαρισῶν μέγεθός ἐστι κατὰ μὲν τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑ. ἑκκαίδεκα πηχῶν, κατὰ δὲ τὴν ἁρμογὴν τὴν πρὸς τὴν ἀλήθειαν δεκατεττάρων Id.18.29.2
;τηροῦντες τὴν αὑτῶν ὑ. Id.5.5.5
;πρὸς ταύτην ἁρμοζόμενοι τὴν ὑ. Id.3.16.1
, cf. 3.50.7; κατασκέψασθαι τὴν τῶν ὑπεναντίων ἐπίνοιαν καὶ τὴν ὅλην ὑ. ib.6;Φάβιος.. κατὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑ. οὐδαμῶς κρίνων ἐκκυβεύειν οὐδὲ παραβάλλεσθαι τοῖς ὅλοις Id.3.94.4
.2 suggestion, advice,ἐδώκαμεν ἄν σοι ὑποθέσεις δι' ὧν οἱ ἀντίδικοι ἂν οἴμωζον PMich.Zen.57.7
(iii B. C.);διελέγοντο.. κατὰ τὰς ἐντολὰς τὰς Ἀράτου καὶ τὰς ὑ. Plb. 2.48.8
, cf. 2.52.6, 4.24.2;κροτηθείσης τῆς ὑ. Id.28.16.5
; πολυτέχνους ὑ. ἔργων elaborate proposals for works, Plu.Per.12.3 purpose, ;λόγῳ μὲν ἀποδώσων.., ἑτέραν δὲ τῆς ἀποδημίας ἔχων ὑ. λανθάνουσαν τοὺς πολλούς Id.Mar.31
;ἐξ αὐτῆς τῆς αἰτίας τῆς τε ὑ. τοῦ πολέμου ἀξιολογώτατος ἀγὼν συνηνέχθη D.C.41.56
;ὑ. τοῦ πολέμου καὶ πρόφασιν διδόντων ἐλευθεροῦν τοὺς Ἕλληνας Plu.Flam.15
;τὸ χωρὶς ὑποθέσεως πολεμεῖν.. τί ἄλλο ἢ μανία; D.Chr.38.17
; [οἱ ἐλέφαντες] ἴσασι τῆς ὁδοῦ τῆς ἐπ' αὐτοὺς τὴν ὑ... εἶναι.. τοὺς ὀδόντας Ael.NA6.56
.4 occasion, excuse, pretext,οὕτω γὰρ ἂν αὐτοῖς ἡ ἀπολογία προαναιροῖτο καὶ ἡ πρώτη ὑ. τῆς ἐθελοδουλείας Luc.Merc.Cond.5
; τοιαύτης αὐτοῖς τῆς ὑ. οὔσης ib.10;ἀεὶ χρὴ ἐπί τινι λυπεῖσθαι καὶ μὴ ἄνευ ὑ. Artem.
2.60;ὑ. ἀργυρισμοῦ καὶ φόνων εἰληφέναι ἐδόκει D.C.63.26
;μή με νομίσῃς ἀπὸ τῆς παρούσης ὑ. ἀπαρτᾶν τὸν λόγον Id.52.18
.5 actor's role,τοὺς ὑποκριτὰς.. οὓς ὁρῶμεν οὔτε κλαίοντας ἐν τοῖς θεάτροις, ὡς αὐτοὶ θέλουσιν, ἀλλ' ὡς ὁ ἀγὼν ἀπαιτεῖ πρὸς τὴν ὑ. Plu.Dem.22
;ὶδεῖν τί μου ποιεῖ ὁ ἀθλητής, πῶς μελετᾷ τὴν ὑ. Arr.Epict.1.29.38
, cf. 41;τὴν τοῦ πατρὸς καὶ τῆς μητρὸς ὑ. λαβεῖν Iamb.VP8.39
.6 function, occupation, station in life, [Διονύσιος] ἐκ σημοτικῆς καὶ ταπεινῆς ὑ. ὁρμηθείς Plb.15.35.2
; [Ἀγαθοκλῆς] ὁρμηθεὶς ἀπὸ τοιαύτης ὑ. Id.12.15.7
;τὸ μὴ εἶναι ἄλλην βίου ὑ. εἰς τὸ φιλοσοφεῖν οὕτως ἐπιτήδειον ὡς ταύτην ἐν ᾗ νῦν ὢν τυγχάνεις M.Ant.11.7
, cf. 8.1, Paul. Aeg.3.17.7 practical problem,κοινὴ ἡ ὑ. καὶ τῷ καθ' ἡμᾶς βίῳ πάνυ πολλή, βαλανείου κατασκευή Luc.Hipp.4
;ἡ μὲν οὖν ὑ. τοιαύτη HeroAut.21.2
.II subject proposed ( to oneself or another) for discussion,κελεῦσαι τὴν πρώτην ὑ. τοῦ πρώτου λόγου ἀναγνῶναι Pl. Prm. 127d
;ἐπὶ τὴν ὑ. ἐπανάγειν τὸν λόγον X.Mem.4.6.13
;ἐπὶ τὴν ὑ. πάλιν ἐπανελθεῖν Isoc.4.63
, cf. Gal.6.124;τὴν ὑ. περὶ ἧς βουλεύεσθε οὐχὶ τὴν οὖσαν παριστάντες D.3.1
;τοὺς δικαστὰς ἀπαγαγὼν ἀπὸ τῆς ὑ. Id.19.242
;ἐπὶ τῆς ὑ. μεῖναι Aeschin.3.76
;ἔξω τῆς ὑ. λέγειν Isoc.7.63
, cf. 12.161;μὴ πόρρω λίαν τῆς ὑ. ἀποπλανηθῶ Id.7.77
, cf. 12.88, Aeschin. 3.176,190;ὅτ' ἔγραφον περὶ τὴν αὐτὴν ὑ. Isoc.5.83
;περὶ [τῆς πόλεως] τὴν ὑ. ποιησάμενος Id.12.35
;τοῦ πράγματος ἐν κεφαλαίῳ.. δήλωσις, ἵνα γινώσκωσι περὶ ὧν ὁ λόγος παρακολουθῶσί τε τῇ ὑ. Arist.Rh.Al. 1436a36
, cf. Pl.Def. 415b;ἡ ὑ. ἐλάττων Arist.Rh. 1404b15
; πρὸς ὑπόθεσιν λέγειν, opp. πρὸς ἀμφισβητοῦντα, ib. 1391b13;πολλὰ πρὸς τὴν ὑ. οἰκείως διαλεχθείς D.S.13.53
; haec erat ὑ., de gravitate ordinis, etc., Cic.Att.1.14.4.2 case at law, lawsuit,γράφει ὁ Μαιίστας εἰς τὴν ὑ. ταύτην IG11(4).1299.29
(Delos, iii B. C.), cf. OGI665.18,669.41 (both Egypt, i A. D.), POxy. 237 vii 34, viii 22 (ii A. D.), 486.26 (ii A. D.);τὰ περὶ ταύτης τῆς ὑ. πεπραγμένα PLips.34.18
(iv A. D.).3 subject of a poem or treatise, Zeno Stoic.1.23, Plb.1.2.1, D.H.Pomp.3, Longin. 38.2, Plu.Pomp.42, Luc.Charid.14, Pseudol.5, al.; of a picture, Id.Zeux.5,7; of an impromptu declamation,ἐπειδὰν οἱ παρόντες ὑποβάλωσί τινας ὑ. καὶ ἀφορμὰς λόγου Id.Rh.Pr.18
; plot, story,μῦθοι καὶ ὑποθέσεις Phld.Po.2.62
, cf. 5.5, al., Arg.Men.Oxy.1235.113 (ii A. D.), Dicaearch. ap. S.E.M.3.3, Artem.4.59, Sch.S.Aj.Prooem., Arg.Ar. Ach. tit., etc.4 speech,αἱ δικανικαὶ καὶ δημηγορικαὶ ὑ. Theon Prog.1
; = ἐπίδειξις 1.3, ἀρξαμένων (v.l. -ῳ)τῆς ὑ. LXX 4 Ma.1.12
; ἀνδρὸς ἀρετὰς ὅλην πληρούσας ὑ. providing matter for a whole speech, Chor.p.34B.b speech or subject of a speech in which the person, occasion, etc. are particularized, opp. θέσις v. 2, Aphth.Prog. 13, cf. Quint.Inst.3.5.7.5 a kind of play or pantomime,μῖμοί τινές εἰσιν ὧν τοὺς μὲν ὑποθέσεις τοὺς δὲ παίγνια καλοῦσιν Plu.2.712e
; μιμολωγοι η υποθησις εικυρα (i. e. μιμολόγοι· ἡ ὑπόθεσις Ἑκυρά), i. e. 'theatrical performance: play, the Hecyra', Ath.Mitt.26.4 (inscr. on lamp, iii B. C.); κλάειν ἤρξαντο πάντες καὶ μετέβαλε τὸ συμπόσιον εἰς σκυθρωπὴν ὑ. into a tragedy, Charito 4.3; so perh. in Luc.Nigr.8; of Aesop's fables,χρῆται [τῇ ἀλώπεκι] ὁ Αἴσωπος διακόνῳ τῶν πλείστων ὑ. Philostr.Im.1.3
.III supposition,ἢ βούλεσθε.. ἀπ' ἐμαυτοῦ ἄρξωμαι καὶ τῆς ἐμαυτοῦ ὑ., περὶ τοῦ ἑνὸς αὐτοῦ ὑποθέμενος, εἴτε ἕν ἐστιν εἴτε μὴ ἕν, τί χρὴ συμβαίνειν; Pl.Prm. 137b
; αὕτη ἡ ὑ., εἰ ἓν μὴ ἔστιν ib. 160b; χρὴ.. μὴ μόνον εἰ ἔστιν ἕκαστον ὑποτιθέμενον σκοπεῖν τὰ συμβαίνοντα ἐκ τῆς ὑ., ἀλλὰ καὶ εἰ μὴ ἔστι τὸ αὐτὸ τοῦτο ὑποτίθεσθαι ib. 135e, cf. 136a; [σκοπεῖν] τί ἐφ' ἑκατέρας τῆς ὑ. συμβήσεται ib. 136b;εἰ ὀρθὴ ἡ ὑ. ἦν, τὸ ψυχὴν ἁρμονίαν εἶναι Id.Phd. 94b
, cf. 92d, Sph. 244c;πρὸς μὲν τὴν ὑ. ὀρθῶς λέγουσιν, ὅλως δ' οὐκ ὀρθῶς Arist. Metaph. 1082b32
; ἐξ ὑποθέσεως σκοπεῖσθαι examine by starting from an assumption, of reasoning by analysis in geometry, Pl.Men. 86e; τῶν τὴν τέχνην ζητεύντων ἐξ ὑποθέσιος λόγων arguments seeking to derive the (medical) art from an assumption, Hp.VM13; ὑ. αὐτοὶ αὑτοῖς ὑποθέμενοι τῷ λόγῳ ib.1; ἄγοντες ἐπὶ ὑπόθεσιν τὴν τέχνην ib. 15;χρῆσιν ἀρετῆς τελείαν, καὶ ταύτην οὐκ ἐξ ὑ. ἀλλ' ἁπλῶς· λέγω δ' ἐξ ὑ. τἀναγκαῖα, οἷον.. τιμωρίαι καὶ κολάσεις.. τὸ καλῶς ἀναγκαίως ἔχουσι Arist.Pol. 1332810
; ἡ πολιτεία ἡ ἐξ ὑ. ( = ἡ δοθεῖσα ) the constitution based on a presupposition, ib. 1288b28; of currency, ἓν δή τι δεῖ εἶναι, τοῦτο δ' ἐξ ὑ.· διὸ νόμισμα καλεῖται according to a presupposed convention, Id.EN 1133b21 (cf. a29-31, APr. 41a40); of reductio ad impossibile,ἢ δεικτικῶς ἢ ἐξ ὑ. τοῦ δ' ἐξ ὑ. μέρος τὸ διὰ τοῦ ἀδυνάτου Id.APr. 40b25
-6, cf. 41a25;δυνατοῦ δεξάμενον ὑπόθεσιν ἐπ' ἀδύνατον ἀπαχθῆναι Arr.Epict.1.7.25
, cf. Procl. in Euc.pp.76,252 F.; καθ' ὑπόθεσιν by way of supposition, 'let us suppose', Phld.Rh. 1.95 S., Sign.12, Cleom.1.7.IV = τὸ ὑποκείμενον (cf.ὑπόκειμαι 11.8
), the presupposition of an action, that which has been settled before it begins,περὶ τοῦ τέλους οὐθεὶς βουλεύεται, ἀλλὰ τοῦτ' ἐστὶν ἀρχὴ καὶ ὑ. Arist.EE 1227a8
, cf. b30;τῶν πράξεων τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ὑ. ἀληθεῖς καὶ δικαίας εἶναι προσήκει D.2.10
; of a thing, that without which it cannot exist or be what it is, its essence, αὕτη (sc. τὸ στέλεχος)οἷον ὑ. καὶ φύσις δένδρων Thphr.HP4.13.4
(cf. οὐσία καὶ φύσις τοῦ δένδρου ibid.);ἐπὶ τοῖς χυμοῖς μόνοις σηπομένοις ἔχοντος τὴν ὑ. ὅλου τοῦ νοσήματος, ὅπερ ἐστὶ πυρετώδους ὄντος Gal.18(2).299
.2 in the syllogism, the preliminary statements of fact (whether proved or not) from which inference starts, i. e. the premisses ([etym.] προτάσεις) , τῶν ἀποδείξεων αἱ ὑ., equivalent to ἀρχαί, Arist.Metaph. 1013a16;αἱ ἀρχαὶ καὶ αἱ λεγόμεναι ὑ. Id.APo. 81b15
; ὅσα δέδεικται δι' ἐκείνων ὑποθέσεις ποιησάμενοι taking as premisses (here) what has been proved in those other works, Gal.6.7, cf. 25,224; ἴστω.. τῆς ὑγιεινῆς πραγματείας ἀνατρέπων τὴν ὑ. ib.17;ὑπόθεσιν, αἴτησιν οὖσαν πράγματος εἰς κατασκευήν τινος S.E.M.3.4
;λαμβάνειν ἀναποδείκτους ὑ. Plu.2.720f
, cf. 721d;ἀναγκαῖον ἢ τὰς ὑ. εἶναι τὰς πρώτας ψευδεῖς, ἢ τὰς ὑπὲρ τῶν συμβαινόντων ἀποφάς εις Plb.1.15.9
, cf. 11.b assumption of existence of any one of the fundamental objects of a particular science,ὁ ὁρισμὸς θέσις μέν ἐστι.. ὑ. δ' οὐκ ἔστι· τὸ γὰρ τί ἐστι μονὰς καὶ τὸ εἶναι μονάδα οὐ ταὐτόν Arist.APo. 72a23
;ἐν ταῖς πράξεσι τὸ οὗ ἕνεκα ἀρχή, ὥσπερ ἐν τοῖς μαθηματικοῖς αἱ ὑ. Id.EN 1151a17
.3 starting-point,ἐκ ταύτης τῆς ὑ. λαβεῖν τὸν λόγον τὴν εἰς ἑκάτερον μέρος ὁρμήν Iamb.VP27.130
; beginning, τὰς μὲν ἐλπίδας οὐ τελειοῖ (sc. ὁ ὄνειρος) , τὰς δὲ ὑ. τῶν πραγμάτων ταῖς περιοχαῖς ὁμοίας ποιεῖ (referring to a birth of twins which died), Artem.4.47.4 raw material,τὴν δοθεῖσαν ὑ. εὐφυᾶ πρὸς ὑποδοχὴν γυμναστικῆς.. ἀμείνω ἀποφαίνειν Luc.Hist. Conscr.35
;οἵαν ὕλην καὶ ὑ. φεύγεις·.. μένε οὖν μέχρι ἐξοικειώσῃς σαυτῷ καὶ ταῦτα M.Ant.10.31
.V mortgage, Thphr.Fr.97.1 (pl.).2 thing placed under, base, τὰς ὑ. (signf. 111)ποιούμενος οὐκ ἀρχὰς ἀλλὰ τῷ ὄντι ὑ., οἷον ἐπιβάσεις τε καὶ ὁρμάς Pl.R. 511b
, cf. Arr.Epict.1.7.22; in D.2.10 (v. supr. IV. 1) the ἀρχαί and ὑποθέσεις (i. e. basic principles) of actions are compared to the foundations ([etym.] τὰ κάτωθεν) of a house or a ship;Τριπτόλεμος.. τὰς πρώτας ὑ. βαλόμενος τῇ πόλει Lib.Or.11.52
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόθεσις
-
3 δημιουργός
A one who works for the people, skilled workman, handicraftsman (opp. ἰδιώτης, Pl. Plt. 298c, Prt. 327c, Ion 531c), Od.17.383, 19.135;ἐχάλκευσε ξίφος.. Αιδης δ. ἄγριος S.Aj. 1035
; of medical practitioners, Hp.VM1, Pl.Smp. 186d; but opp. scientific physicians ([etym.] ἀρχιτεκτονικοί), Arist.Pol. 1282a3; of sculptors, Pl.R. 529e; of confectioners and cooks, Hdt.7.31, Men.518.12 (fem.), Antiph.225, Alexandr.Com.3; μέλιτος δ., of the bee, Jul.Or.8.241a; οἱ δ. the artisan class at Athens, Arist.Ath.13.2, Plu.Thes.25; opp. πολιτικοί, Pl.Ap. 23e; δαμιουργοί, = πόρναι, Hsch.2 metaph., maker,ἡ μαντικὴ φιλίας θεῶν καὶ ἀνθρώπων δ. Pl.Smp. 188d
; νόμων, πολιτείας, Arist.Pol. 1273b32;λόγων Aeschin. 3.215
; δ. κακῶν author of ill, E.Fr.1059.7;πειθοῦς δ. ἡ ῥητορική Pl. Grg. 453a
; , Arist.Pol. 1329a21; ; ὄρθρος δημιοεργός morn that calls man to work, h.Merc. 98.3 creator, producer,νυκτός τε καὶ ἡμέρας Pl.Ti. 40c
; ; esp. in later philosophy, the Creator of the visible world, Demiurge, [Philol.]21, Hp.Ep.23, Ph.1.632, etc.;ὁ νοῦς ἀπεκύησε ἕτερον νοῦν δ. Corp.Herm.1.9
; also name for μονάς, Theol.Ar.5.24: as Adj., δ. λόγος creative reason, Syrian.in Metaph.7.27.II in many Greek states, title of a magistrate, Th.5.47 ([place name] Mantinea), Epist. Philipp. ap. D.18.157 ([place name] Peloponnesus), Plb.23.5.16 (Achaean League), etc.:—[dialect] Dor. [full] δαμιωργός, IG12(3).174 ([place name] Astypalaea); [full] δαμιουργός, ib. 4.679 ([place name] Hermione); [full] δαμιοργός, ib.5(1).1390.116 (Andania, i B. C.); [full] δαμιεργός, ib.12(3).168 ([place name] Astypalaea):—[dialect] Ion. [full] δημιοργός, ib.12(7).241 ([place name] Amorgos), Michel368.1 ([place name] Samos).—In Arist.Pol. 1275b29 there is a play upon the double meaning.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημιουργός
-
4 σύγχυσις
A mixture, confusion, confounding, ἡ τῶν ἄλλων (v.l. ὅλων) ς. Hp.Epid.6.3.1; of Babel, LXX Ge. 11.9;σ. ποιήσασθαι Plb.30.22.7
; σ. λαβεῖν to be commingled, Plu.2.990a; σ. ὅρων ib.122c; ς. litterularum, Cic.Att.6.9.1; political confusion, σ. τῆς πολιτείας ib.7.8.4, cf. Plb.14.5.8.2 confusion, ruin, βίου, δόμων, E.Andr. 291 (lyr.), 959;σ. τοῦ κατὰ φύσιν ἡ νόσος Thphr.CP5.8.1
; σ. θανάτου μεγάλη 'indiscriminate mortality' LXX 1 Ki.5.6;σ. λήψεται Epicur. Fr. 300
.3 Gramm., of composition, confusion, indistinctness, A.D.Pron.12.15, Synt.24.18; opp. εὐκρίνεια, Hermog.Id.1.4.4 an injury to the eye, synchysis, Dsc.4.12, Eup.1.33, Gal.14.776, Aët. 7.58.II of persons, confusion, Luc.Nigr.35; σ. ἔχοντες confounded, E.IA 1128;σ. ὀμματίων AP5.129
(Maec.).III of contracts and the like , violation,τῶν σπονδῶν Th.1.146
, 5.26;νόμων Isoc.4.114
(pl.);σ. ὁρκίων Plu.Alc.14
; τὴν τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν ς. Pl.R. 379e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύγχυσις
-
5 τήρησις
A watching, safe-keeping, guarding, ἀφύλακτος ἡ τ. E.Fr. 162;τῆς πολιτείας Arist.Pol. 1308a30
, cf. PA 692a7;τῆς πόλεως Supp.Epigr.6.724
(Perga, ii/i B.C.);τῆς οἰκίας POxy.1070.51
(iii A.D.); ;τῆς ἡλικίας Epicur. Sent.Vat.80
; [ πλούτου] Phld.Oec.p.44J.; preservation, e.g. of health, Gal.10.646, Pap. in Stud.Ital.12(1935).94 (iii A.D.); observance, νόμων, ἐντολῶν, LXX Wi.6.18(19), 1 Ep.Cor.7.19; (Olympia, ii B.C.).3 means of keeping or guarding, τὰς λιθοτομίας.., ἀσφαλεστάτην τ. the quarries.., the most secure place of custody, Th. 7.86, cf. Act.Ap.4.3, BGU 388 iii 7 (ii A.D.).II observing, observation, τῶν καθόλου συμβαινόντων (as Empiric term) Sor.1.4, cf. Gal. 15.830, 16.550, 18(2).307, Sect.Intr.4, S.E.P.1.23, 2.246, A.D.Synt.37.14, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τήρησις
-
6 φύλαξ
A watcher, guard, sentinel, Hom. (only in Il., always masc. and in pl.),φύλακες ἄνδρες 9.477
; ἡγεμόνες φυλάκων ib.85, cf. 10.58; freq. in Trag. and [dialect] Att. (Hdt. uses φυλακός, exc. in signf. 11),φύλακ' ἐπέστησεν βοΐ A.Supp. 303
;νεὼς σῆς φ. S.Ph. 543
;δράκοντα μήλων φ. Id.Tr. 1100
, al.;φ. τοῦ τείχους Th.2.78
, cf. IG12.44.14, al.;φ. κατὰ τὰς πύλας X.HG4.4.8
;φύλακα καταστῆσαι Lys.19.31
; οἱ φ. the garrison, Th.6.100, X. An.4.2.5, etc.; φύλακες τοῦ σώματος body-guards, Pl.R. 566b;ὁ τοῦ δεσμωτηρίου φ. Id.Cri. 43a
;τω-ν αἰχμαλώτων X.HG4.5.6
, etc.: λόχοι φύλακες bodies of reserve, Id.An.6.5.9: as fem.,ἔστι κἀμοὶ κλῂς ἐπὶ γλώσσῃ φ. A.Fr. 316
, cf. S.Aj.36, OC 355, E.Andr.86: metaph., flames ([etym.] φλόγες ) are calledφύλακες Ἡφαίστου κύνες Eub.75.7
(dub. l.); and the hospitable table isφ. φιλίας Timocl.13
.II guardian, keeper, protector, Hes.Op. 123, 253;κτεάνων Pi.P.8.58
; δωμάτων, χώρας φ., A.Ag. 914, S.OT 1418, etc.;παιδός Hdt.1.41
;τῆς γυναικός X.Cyr.6.3.14
;τῆς πολιτείας And.4.16
, cf. Pl.R. 374d, al.;τῆς ἀρχῆς Lys.12.94
;τω-ν νόμων Pl.Lg. 966b
;τῆς εἰρήνης Isoc.4.175
: as fem., E.Tr. 462, Pl.Plt. 305c, X.Mem.2.1.32; of a divinity,Ἄγγδιστιν.. φύλακα καὶ οἰκοδέσποιναν τοῦδε τοῦ οἴκου SIG985.51
(Philadelphia, i B. C.): also φ. Ἀργείου δορός a protector against it, E.Ph. 1094; ἐπὶ τοῖς ὠνίοις φύλακας κατεστήσατε, of the ἀγορανόμοι, Lys. 22.16.3 of things, [στήλην] ὥσπερ φ. τῆς δωρεᾶς Plu. Nic.3
.4 chain, keeper, φ. ἀργυροῦς, χαλκοῦς, IG7.3498.8 (Orop.), Inscr.Délos 1426 Bii 45; ὀμφαλὸν καὶ φύλακα περὶ αὐτόν ib.1417B i93(ii B. C.).5 bandage, Gal.19.144. (Cf.Lat. bubulcus (Ital. bifolco), subulcus.)
См. также в других словарях:
Βαλσαμών, Θεόδωρος — (τέλη 12ου αι.). Πατριάρχης Αντιοχείας. Ήταν θεολόγος και νομομαθής, από τους σπουδαιότερους της εποχής των Κομνηνών. Ασχολήθηκε κυρίως με το κανονικό Δίκαιο, έγραψε διάφορες σχετικές μελέτες και σχολίασε πολλά νομικά εκκλησιαστικά κείμενα, όπως… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… … Dictionary of Greek
θεσμοθέτες — Οι έξι από τους ανώτατους λειτουργούς της πολιτείας της αρχαίας Αθήνας οι οποίοι, μαζί με τον βασιλιά, τον πολέμαρχο και τον επώνυμο άρχοντα, αποτελούσαν τους εννέα ενιαύσιους άρχοντες. Το λειτούργημα του θ. καθιερώθηκε, για πρώτη φορά, περίπου… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
ποινικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποινή, η οποία επιβάλλεται για κολάσιμη πράξη 2. (ειδικά) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αδικήματα για τα οποία επιβάλλονται ποινές από τα δικαστήρια 3. το αρσ. ως ουσ. ο ποινικός ο κρατούμενος στη … Dictionary of Greek
διάκριση εξουσιών — Νομική έννοια που υποδηλώνει τη διαίρεση των εξουσιών του κράτους σε τρεις μορφές: τη νομοθετική, τη δικαστική και τη διοικητική ή εκτελεστική. Έχει υποστηριχθεί και η άποψη για τη διάκριση σε δύο μορφές, τη νομοθετική και την εκτελεστική… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek